ξαρμίζω

ξαρμίζω
ξάρμισα, ξαρμίστηκα, ξαρμισμένος, ξαρμυρίζω, αφαιρώ την αρμύρα: Πλενόταν ο μέγας Οδυσσέας ξαρμίζοντας την πλάτη του (Oδύσσεια, μτφρ. Εφταλιώτη).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ξαρμίζω — βλ. εξαλμυρίζω …   Dictionary of Greek

  • εξαλμίζω — και ξαρμίζω (Α ἐξαλμίζω) [άλμη] νεοελλ. ξαλμυρίζω, βγάζω την άλμη αρχ. κάνω κάτι πολύ αλμυρό …   Dictionary of Greek

  • εξαλμυρίζω — και ξαρμυρίζω και ξαρμίζω και ξαρμυραίνω [αλμυρίζω] 1. αφαιρώ την άλμη τελείως ή εν μέρει 2. χάνω την αλμυρότητά μου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”