- ξαρμίζω
- ξάρμισα, ξαρμίστηκα, ξαρμισμένος, ξαρμυρίζω, αφαιρώ την αρμύρα: Πλενόταν ο μέγας Οδυσσέας ξαρμίζοντας την πλάτη του (Oδύσσεια, μτφρ. Εφταλιώτη).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.